- εμψυχώνω
- και εμψυχώ (-όω) (AM ἐμψυχῶ, Μ και ἐμψυχώνω)1. καθιστώ κάτι ή κάποιον ζωντανό, έμψυχο, ζωντανεύω, δίνω ζωή, επαναφέρω στη ζωή («ἐνεψύχωσε δ' ὁ γλύπτας τὸν λίθον», Ανθ. Παλ.)2. μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, τονώνω, δίνω δύναμη, εμπνέω θάρρος («το πνεύμα οπού μ' εμψύχωσε τού Θεού ήτον φύσημα», Κάλβος)3. (για καταστάσεις) ζωογονώ, ενισχύω («εις τ' ακρογιάλι τής νυχτός εμψυχοίς την ησυχία», Σολωμ.)αρχ.-μσν.(το μέσ. ως αμτβ.) παίρνω ζωή, ζωντανεύωμσν.1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εμψυχωμένος, -η, -ονέμψυχος, ζωντανός, ενσαρκωμένος2. μέσ. συνέρχομαι από λιποθυμία, ανασταίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.